συναιρετίστης

συναιρετίστης
συναιρ-ετίστης, ου, ,
A member of the same faction, of planets, Vett.Val.55.24, al., Cat.Cod.Astr.7.215, al.; misspelt [full] συναιρέτης in Cat.Cod.Astr.8(4).256, Sch.Ptol.Tetr.96, and [full] συναιρέτις ib.99.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναιρετίστης — ὁ, Α [αἱρετίζω] (για πλανήτες) μέλος τής ίδιας ομάδας …   Dictionary of Greek

  • συναιρετιστής — ὁ, Μ [συναιρετίζω] συναιρεσιώτης* …   Dictionary of Greek

  • συναιρετιστῶν — συναιρετίστης member of the same faction masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιρέτης — ὁ, ΜΑ, και θηλ. συναιρέτις Α [συναίρω] βοηθός αρχ. (το αρσ. και το θηλ.) εσφ. γρφ. αντί συναιρετίστης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”